- συγγένησις
- -ήσεως, ἡ, Α [συγγίγνομαι]συναναστροφή, συνάντηση («ἐν ἄλλαις συνουσίαις καὶ ἰδιωτικαῑς συγγενήσεσιν ἑκάστων», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγγενήσεις — συγγένησις meeting fem nom/voc pl (attic epic) συγγένησις meeting fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενήσεσιν — συγγένησις meeting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενήσεως — συγγενήσεω̆ς , συγγένησις meeting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)